- ναυηγός
- ναυηγός, ὁ (Α)ιων. τ. βλ. ναυαγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυηγός — ναυαγός shipwrecked masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek